πυρρόλιο

πυρρόλιο
και πυρόλιο, το, Ν
χημ. αζωτούχα ετεροκυκλική οργανική ένωση, η οποία εξάγεται από τη λιθανθρακόπισσα και την οστεόπισσα με κλασματική απόσταξη και χρησιμοποιείται κυρίως για την παρασκευή φαρμακευτικών προϊόντων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyrrole < pyrrh- (< πυρρός
«ερυθρός, κοκκινωπός») + κατάλ. -ole].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ετεροκυκλικές ενώσεις — Ακόρεστες οργανικές ενώσεις με δομή πενταμελούς ή εξαμελούς δακτυλίου. Το χαρακτηριστικό αυτό των ενώσεων, από το οποίο και προκύπτει η ονομασία τους, είναι η παρουσία μέσα στον δακτύλιο ενός ή περισσότερων ατόμων διαφορετικών από τον άνθρακα που …   Dictionary of Greek

  • πυρρολικός — και πυρολικός, ή, ό, Ν χημ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πυρρόλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyrrolic < pyrrole (βλ. λ. πυρρόλιο) + κατάλ. ic (πρβλ. κατάλ. ικός*)] …   Dictionary of Greek

  • καρβαζόλιο — Ετεροκυκλική ένωση του τύπου (C6H4)2NH, η οποία συνοδεύει το ανθρακένιο στο ακάθαρτο προϊόν που λαμβάνεται από τη λιθανθρακόπισσα. Είναι άχρωμη κρυσταλλική ουσία, αδιάλυτη στο νερό και διαλυτή στους οργανικούς διαλύτες, με σημείο τήξης 245 247°C… …   Dictionary of Greek

  • πορφινοχολιγόνο — το, Ν (βιοχ.) αμινοδιοξύ προερχόμενο από το πυρρόλιο, που συντίθεται από τη συμπύκνωση δύο μορίων αμινολεβουνιλικού οξέος και απαντά στα ούρα ασθενών οι οποίοι πάσχουν από οξεία πορφυρία, αλλ. πορφοχολινογόνο …   Dictionary of Greek

  • πυρρολιδίνη — και πυρολιδίνη, η, Ν χημ. αζωτούχα, κυκλική οργανική ένωση, γνωστή και ως τετραϋδροπυρρόλιο, η οποία παράγεται κατά τη θερμική διάσπαση τού υδροχλωρικού άλατος τής τετραμεθυλενοδιαμίνης και χρησιμοποιείται για την παρασκευή φαρμακευτικών… …   Dictionary of Greek

  • πυρρύλιο — και πυρύλιο, το, Ν χημ. 1. συνοπτική ονομασία δύο μονοσθενών οργανικών ριζών, ισομερών μεταξύ τους, που προκύπτουν κατά την αφαίρεση ενός ατόμου υδρογόνου από το μόριο τού πυρρολίου 2. φρ. «κατιόν πυρρυλίου» χημ. χημικό είδος με θετικό ηλεκτρικό… …   Dictionary of Greek

  • πυρόλιο — Ετεροκυκλική ένωση με πέντε άτομα, η οποία αποτελεί τον θεμελιώδη πυρήνα μιας εκτεταμένης τάξης ενώσεων (ομάδα του π.), στην οποία ανήκουν ενδιαφέροντα φυσικά και συνθετικά προϊόντα. Στην καθαρή κατάσταση, το π. είναι έλαιο σχεδόν άχρωμο, με… …   Dictionary of Greek

  • τετραπυρ(ρ)όλιο — το, Ν χημ. άλλη ονομασία τής χημικής ένωσης πορφίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. tetrapyrrole < τετρ(α) * + πυρρόλιο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”